- θώριασμα
- το, -ατοςχρωμάτισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θώριασμα — το [θωριάζω] αρμονικός συνδυασμός χρωμάτων, ταίριασμα χρωμάτων, επιτυχημένος χρωματισμός … Dictionary of Greek